- φαιδρολόγημα
- το, -ατοςευθυμολογία, χαριτολόγημα, αστειολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαιδρολόγημα — το, Ν 1. ευφυολόγημα, αστεϊσμός 2. λόγος χωρίς σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρολογώ. Η λ., στον πληθ. φαιδρολογήματα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φαιδρολογία — η φαιδρολόγημα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)